- μεγαλοπράγμονα
- μεγαλοπράγμωνdisposed to do great deedsneut nom/voc/acc plμεγαλοπράγμωνdisposed to do great deedsmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καράς — (I) ο 1. μαύρο άλογο 2. φρ. «αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς» λαϊκή κωμική έκφραση που απαγγέλλεται με στόμφο για να διακωμωδήσει άνθρωπο μεγαλοπράγμονα που υπόσχεται πολλά και μεγαλεπήβολα, αλλά δεν προφθάνει να τά… … Dictionary of Greek
Γεδεών, Μανουήλ — (Κωνσταντινούπολη 1851 – Αθήνα 1943). Λόγιος, ιστοριοδίφης και μέγας χαρτοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αμέσως μετά την αποφοίτησή του από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή άρχισε να συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης.… … Dictionary of Greek